οἰωνισάμενος

οἰωνισάμενος
οἰωνίζομαι
take omens from the flight and cries of birds
aor part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οιωνίζομαι — (Α οἰωνίζομαι) [οιωνός] 1. προλέγω τα μελλούμενα ακούοντας τις κραυγές και παρακολουθώντας τον τρόπο πτήσης τών πτηνών 2. προβλέπω το μέλλον με τη βοήθεια οιωνών, προφητεύω 3. θεωρώ κάτι ως οιωνό, ιδίως κακό («τοῡ κρατῆρος αὐτομάτως ἐπὶ ταῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”